- επιμολυβδώνω
- επιμολύβδωσα, επιμολυβδώθηκα, επιμολυβδωμένος, μτβ., επικαλύπτω μεταλλική επιφάνεια με λεπτό στρώμα μολύβδου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιμολυβδώνω — καλύπτω την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα μολύβδου … Dictionary of Greek